κέγχρος

κέγχρος
ο (ΑΜ κέγχρος)
1. γένος φυτών τής οικογένειας αγρωστώδη, το κεχρί
2. ο καρπός τού φυτού
αρχ.
1. καθετί που μοιάζει με κεχρί
2. μικρός κόκκος
3. φλόγωση τού ματιού
4. είδος φιδιού, κεγχρίας*
5. είδος μικρού διαμαντιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Αβέβαιης ετυμολ. Προέρχεται πιθ. από *keņ-xros < *khen-khros (με ανομοίωση τών δασέων *kh- > k-) < *ghen-ghros < ΙΕ τ. *gher-ghro-s, με ανομοιωτική τροπή τού πρώτου -r- σε -n- (το οποίο δηλώνεται ως υπερωικό -ŋ- λόγω τού επομένου υπερωικού -x-). Ο ΙΕ τ. *gher-ghro-s είναι αναδιπλασιασμένος και εμφανίζει την ΙΕ ρίζα *gher- «τρίβω» (πρβλ. μέσο άνω γερμ. gru-z «κόκκος άμμου ή δημητριακού», λιθουαν. gru-das «κόκκος», καθώς και χέρμα, χεράς «χαλίκι, χοντρή άμμος», αν και διαφέρει σημασιολογικώς). Σύμφωνα μ' αυτή την ετυμολ., η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. κάχρυς «καβουρντισμένο κριθάρι», ο οποίος σ' αυτή την περίπτωση ανάγεται σε ΙΕ τ. *ghņ-gru-: κάχρυς < *kha-khru- (με ανομοίωση τών δασέων) < ΙΕ τ. *ghņ-ghru < *ghen-ghros. Κατ' άλλους, η λ. προέρχεται από τον τ. κέρχνος*, με μετάθεση τού -ρ- και τού έρρινου φθόγγου, ο οποίος προ τού υπερωικού -x- εμφανίζεται ως υπερωικό έρρινο ņ (-γ-).
ΠΑΡ. κεγχρίας
αρχ.
κεγχραμίς, κεγχρεών, κεγχριαίος, κεγχριδίας, κεγχρίνης, κεγχρίς, κεγχρίτης, κεγχρώδης, κέγχρωμα, κεγχρωτός
αρχ.-μσν.
κέγχρινος
νεοελλ.
κε(γ)χρί(ον). Παρ. είναι και το τοπωνύμιο Κεγχρεαί.
ΣΥΝΘ. κεγχροειδής
αρχ.
κεγχραλέτης, κεγχροβόλοι, κεγχροφόρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κέγχρος — millet masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέγχρω — κέγχρος millet masc nom/voc/acc dual κέγχρος millet masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέγχροι — κέγχρος millet masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέγχροις — κέγχρος millet masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέγχροισι — κέγχρος millet masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέγχρον — κέγχρος millet masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέγχρου — κέγχρος millet masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέγχρους — κέγχρος millet masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέγχρων — κέγχρος millet masc gen pl κέγχρων Aër. masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέγχρῳ — κέγχρος millet masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”